ομόλογος, -η, -ο
omo΄loγos, -i, -o
counterpart
κάουντερπαρτ
Ερμηνεία:
Ο αντίστοιχος,, πανομοιότυπος, το ταίρι, ο σωσίας
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Ji Min Park, Ha Yoon Bong, Hye In Jeong, Yeon Kyoung Kim, Ji Yeon Kim, Oran Kwon
Nutr Res Pract. 2009 Winter; 3(4): 272–278. Published online 2009 December 31. doi: 10.4162/nrp.2009.3.4.272
Συνώνυμα:
Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ιατρικό λεξιλόγιο:
|